- ἐξέρποντες
- ἐξέρπωcreep out ofpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξέρπω — ἐξέρπω (Α) [έρπω] 1. σέρνομαι έξω («ἐκ τοῡ σκίμποδος δάκνουσί μ ἐξέρποντες οἱ Κορίνθιοι») 2. πηγαίνω έξω 3. προχωρώ μπροστά 4. απέρχομαι 5. παράγω, γεννώ … Dictionary of Greek